- ποταμηγός
- ποτᾰμ-ηγός, όν, ([etym.] ἄγω)A towed upon a river, going by river,
σκάφαι D.H.2.53
,55, 3.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκάφαι D.H.2.53
,55, 3.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποταμηγός — όν, Α φρ. «ποταμηγὸν σκάφος» ποταμόπλοιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο ηγός, με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ποταμηγοῖς — ποταμηγός towed upon a river masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμηγοί — ποταμηγός towed upon a river masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμηγούς — ποταμηγός towed upon a river masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek